- ξυνωμοσίαν
- συνωμοσίᾱν , συνωμοσίαbeing leagued by oathfem acc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προφέρω — ΝΜΑ, και προφέρνω Ν εκφωνώ, αρθρώνω φθόγγους ή φράσεις, ξεστομίζω (α. «δεν μπόρεσε να προφέρει λέξη» β. «ζῷα ἀνθρωπίνας προφέροντα φωνάς», Σέξτ. Εμπ. γ. «μῡθον προφέρων», Ευρ.) μσν. αρχ. φέρνω, δίνω ύπαρξη σε κάτι, παράγω (α. «σοφίαν τοῡ Θεοῡ...… … Dictionary of Greek
συναγωνίζομαι — ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυναγωνίζομαι Α 1. αγωνίζομαι μαζί με κάποιον ως σύμμαχος ή βοηθός («τοῑς θεοῑς συνηγωνίσατο τὸν τοὺς γίγαντας πόλεμον», Διόδ.) 2. αμιλλώμαι με κάποιον για την επιδίωξη κοινού ή παρεμφερούς σκοπού (α. «οι αθλητές θα συναγωνιστούν … Dictionary of Greek